κακοτράχαλος, -η

κακοτράχαλος, -η
-ο κακός τόπος, δυσπρόσιτος, δυσκολοδιάβατος, απρόσβατος: Μην ανεβαίνετε το βουνό από την κακοτράχαλη μεριά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κακοτράχαλος — η, ο (για τόπο) γεμάτος από τρόχαλα, από μικρές πέτρες, πετρώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + τρόχαλο «μικρή πέτρα»]. η, ο 1. (για τόπο) κακός, δύσβατος, δυσπρόσιτος, ανώμαλος 2. (για πρόσ.) δύσμορφος, κακοφτειαγμένος, δύσκαμπτος 3. (για πρόσ.) μτφ …   Dictionary of Greek

  • κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… …   Dictionary of Greek

  • μουλαρόδρομος — ο 1. δρόμος για μουλάρια 2. (κατ επέκτ.) στενός και κακοτράχαλος δρόμος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”